- σκληροβλάστη
- η, Νζωολ. αμοιβαδοειδές κύτταρο τού μεσεγχύματος τών σπόγγων πού δίνει γένεση στους σκληρίτες, αλλ. σπογγοβλάστη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scleroblast (< σκληρός + βλάστη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπογγοβλάστη — η, Ν ζωολ. η σκληροβλάστη … Dictionary of Greek